Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Ένας γνήσιος πατριώτης, ένας υπηρέτης του πολιτισμού


Ιάκωβος Καμπανέλλης
Ένας γνήσιος πατριώτης, ένας υπηρέτης του πολιτισμού 

Ένα από τα πιο σημαντικά έργα που γράφτηκαν στην περίοδο της δικτατορίας είναι “Το μεγάλο μας τσίρκο“. Ένα έργο που διανθίστηκε από την μεγαλειώδη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, τη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και το υποκριτικό ταλέντο της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου. Το έργο ερμηνεύτηκε ως κωμωδία αλλά τελικά ήταν το έργο εκείνο που ενέπνευσε και ξεσήκωσε ολόκληρη την Ελλάδα εναντίον της δικτατορίας. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ήταν ο άνθρωπος που ξεγέλασε τους δικτάτορες και παρουσίασε την ιστορία του δράματος της νεότερης ελληνικής ιστορίας σαν κωμωδία, ξεφεύγοντας από τη λογοκρισία της δικτατορίας.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (1922-2011) αποτέλεσε έναν από τους εξέχοντες Έλληνες  μεταπολεμικούς θεατρικούς συγγραφείς και αυθεντικούς εκπροσώπους του πνευματικού πολιτισμού. Σημαντικά έργα του είναι ”Έβδομη μέρα της δημιουργίας”, ”Η Αυλή των θαυμάτων”, ”Ηλικία της νύχτας”, ”Παραμύθι χωρίς όνομα”, ”Γειτονιά των Αγγέλων”, ”Βίβα Ασπασία”, ”Οδυσσέα γύρισε σπίτι”, ”Αποικία των τιμωρημένων”, ”Το μεγάλο μας τσίρκο”, ”Ο εχθρός λαός” και ”Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα”. Η συμβολή του είναι μεγάλη στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, στον κινηματογράφο, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε ως σεναριογράφος, σκηνοθέτης και στιχουργός με τους πιο πιστούς υπηρέτες του νεοελληνικού πολιτισμού, όπως τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Σταύρο Ξαρχάκο. Η πλούσια πνευματική του παραγωγή χαρακτηρίζεται από διαχρονικότητα, αντικατοπτρίζει την κοινωνική ευαισθησία του και εκφράζει τα πιο πρωτοποριακά κοινωνικά αιτήματα της νεώτερης ελληνικής ιστορίας.

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1943, σε ηλικία είκοσι ετών, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς και παρέμεινε κρατούμενος στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν της Αυστρίας μέχρι το 1945, όπου επέστρεψε στην Αθήνα. Ο φλογερός αγωνιστής της Αντίστασης ανακάλυψε το μεγαλείο του θεάτρου μέσα από τις παραστάσεις του Κάρολου Κουν στο Θέατρο Τέχνης που προώθησε την συγγραφή και παράσταση των πρώτων του θεατρικών έργων. Το 1950 παραστάθηκε για πρώτη φορά το έργο του “Χορός πάνω στα στάχυα“. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης το 1956 με το έργο του “Έβδομη μέρα της Δημιουργίας“ και το 1957 με την “Αυλή των Θαυμάτων“ που απέδωσε την εποικοδομητική ταύτιση των απόψεων του με τον Κάρολο Κουν, εγκαινίασε με την ανανέωση της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας μια σημαντική περίοδο του νεοελληνικού θεάτρου.

Το έργο του εντάσσεται στο πλαίσιο της περιόδου που προσδιορίζεται από θεματική και δομική ανέλιξη της ελληνικής θεατρικής συγγραφής. Με βάση τις κοινωνικές και πολιτικοοικονομικές διακυμάνσεις της δεκαετίας του 1950 η συγγραφή αυτή είχε ως σκοπό την απόδοση της ελληνικής πραγματικότητας και των προβλημάτων της. Η θεματογραφία βασίστηκε σε αναφορές στο ιστορικό παρελθόν, στην αποκωδικοποίηση της κοινωνίας που είχε δοκιμαστεί από τους εμφύλιους πολέμους ή τις δικτατορίες και στην κριτική της μικροαστικής νοοτροπίας. Το δραματικό είδος που είχε καθιερωθεί είχε ως στόχο την εποικοδομητική αφομοίωση της ελληνικής παράδοσης με τη μίμηση ξένων προτύπων. Οι κωμωδιογράφοι, όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Κώστας Πρετεντέρης ή ο Νίκος Τσιφόρος και οι εκφραστές του Εθνικού Θεάτρου της χώρας με τις δραματουργίες του Άγγελου Τερζάκη, του Παντελή Πρεβελάκη και του Νίκου Καζαντζάκη εκπροσωπούσαν δυο διαφορετικούς πόλους έλξης. Στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης θεατρικής ανανέωσης και του εξορισμού της απλής ψυχαγωγικής υπόστασης του θεάτρου, οι θεατρικοί συγγραφείς αναζητούσαν συνδέσεις με την άμεση πραγματικότητα που δεν σχετίζονταν με τον μεταπολεμικό εκσυγχρονισμό. Η προσπάθεια αυτή αναλήφθηκε κυρίως από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν που ώθησε τη δραματουργία στις δομές του Παραλόγου και του Υπαρξισμού δίνοντας στους θεατρικούς συγγραφείς τη δυνατότητα έκφρασης των προβληματισμών της σύγχρονης κοινωνίας.

Το ελληνικό μεταπολεμικό θέατρο ασχολήθηκε με την περιγραφή του νεοελληνικού τρόπου ζωής, την παράθεση σύγχρονων προβληματισμών και υπαρξιακών αδιεξόδων όπως και την αδυναμία της επικοινωνίας. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης πρωτοπόρησε στον ορισμό ενός νέου δραματουργικού σκηνικού τοπίου, της λαϊκής αυλής, ως δημοσιοποιημένου ιδιωτικού χώρου έκφρασης και συνάντησης διαφορετικών κοινωνικών τύπων και καταστάσεων και ως χώρου που προσδιόριζε τη ρευστότητα του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου. Με τις ιστορικές σάτιρες του πρότεινε στη θεατρική συγγραφή τη χρήση νέων εκφραστικών μεθόδων, την επιστροφή στις αρχαίες παρακαταθήκες και στην ηθογραφία, την προβολή των ελληνικών ελαττωμάτων και αρετών, την παράθεση του λαϊκού στοιχείου στο πλαίσιο όμως μιας συνειδητοποιημένης ταξικής διάκρισης, τον ρεαλισμό, τον κοινωνικό προβληματισμό και το άρωμα ανεκπλήρωτων ονείρων.

Ας μου επιτραπεί η επισήμανση, ότι όταν άρχισε το τρίτο πρόγραμμα του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και για χρονική περίοδο δέκα ετών ανέλαβα την παρουσίαση μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, είχα την τιμή μεταξύ των άλλων προσωπικοτήτων να φιλοξενήσω και τον Ιάκωβο Καμπανέλλη. Θα επιθυμούσα να μοιραστώ λίγα λόγια του μαζί σας, αγαπητοί αναγνώστες. Στην ερώτηση μου “Πως ήταν κ. Καμπανέλλη μια ημέρα σας στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν;“ η απάντηση ήταν “Πολύ λίγος ύπνος, όσο για να μην πεθάνεις, πολύ λίγο φαγητό, τόσο για μην πεθάνεις από την πείνα. Δουλεύαμε ατέλειωτες ώρες κατασκευάζοντας τα πάντα και η απογευματινή διασκέδαση ήταν να παρακολουθούμε όλοι μαζί συγκεντρωμένοι και όρθιοι τους τουφεκισμούς και τα νεκρά σώματα των ανθρώπων που τα έριχναν στους φούρνους για να τα κάψουν. Ήμασταν σαν ζωντανοί νεκροί“.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης πραγματεύτηκε θέματα που αντλούσαν το περιεχόμενο τους από την προσωπική βιωματική του πορεία και εμπειρία στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, στο στρατόπεδο, στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και έχοντας αισθήματα σεβασμού για τις λαϊκές τάξεις υπηρέτησε το “θέατρο της καθημερινής ζωής“ αναδεικνύοντας τους βίους και τα έργα των απλών ανθρώπων όχι με κριτική διάθεση αλλά με πρόθεση κατανόησης και υποστήριξης τους. Υπήρξε θαυμαστής και εκφραστής του πλούτου του προφορικού λαϊκού λόγου της μεταπολεμικής περιόδου κα της αυθεντικής απόδοσης μιας λαϊκής γλώσσας που ήταν ταυτόχρονα ποιητική και υπαινικτική. Υπηρέτησε το θέατρο με αγάπη και αγωνίστηκε για να πραγματοποιήσει με δέος, πίστη και αγαλλίαση τα όνειρα του Νεοέλληνα στήνοντας τη σκηνή του στην αυλή των Θαυμάτων.

“Η Αυλή των θαυμάτων βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. Η αστάθεια αυτή, τόσο γνώριμη σε όλους μας, αρχίζει από το αλλοπρόσαλλο κλίμα μας, την στρατηγική γεωγραφική μας θέση, τη φτώχεια του τόπου μας, και τελειώνει στην ιδιωτική μας οικονομία. Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, φεύγουν, κι η συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσει κάπου, να σιγουρέψει κάτι. Η λαϊκή τάξη εκφράζει πάντα με πιότερη γνησιότητα τα χαρακτηριστικά της ζωής, για αυτό δεν είναι τυχαίο που τοποθέτησα το έργο στο χώρο της“.
Ιάκωβος Καμπανέλλης
Aπό το πρόγραμμα της παράστασης της “Αυλής των θαυμάτων
Θέατρο Τέχνης 1957



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου